- αναμεστώνω
- (Α ἀναμεστῶ, -όω) [ἀνάμεστος]γεμίζω κάτι εντελώςνεοελλ.1. (και μτφ.) μεστώνω, ωριμάζω2. παχαίνω, «γεμίζω».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάμεστος — η, ο (Α ἀνάμεστος, ον και ος, η, ον) πλήρης, γεμάτος νεοελλ. (και μτφ.) ώριμος, μεστωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μεστός. ΠΑΡ. αρχ. ἀναμεστόω νεοελλ. αναμεστώνω] … Dictionary of Greek